εοκικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εοκικός | η | εοκική | το | εοκικό |
γενική | του | εοκικού | της | εοκικής | του | εοκικού |
αιτιατική | τον | εοκικό | την | εοκική | το | εοκικό |
κλητική | εοκικέ | εοκική | εοκικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εοκικοί | οι | εοκικές | τα | εοκικά |
γενική | των | εοκικών | των | εοκικών | των | εοκικών |
αιτιατική | τους | εοκικούς | τις | εοκικές | τα | εοκικά |
κλητική | εοκικοί | εοκικές | εοκικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εοκικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εοκικός
|