επίπτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίπτωση | οι | επιπτώσεις |
γενική | της | επίπτωσης* | των | επιπτώσεων |
αιτιατική | την | επίπτωση | τις | επιπτώσεις |
κλητική | επίπτωση | επιπτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιπτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίπτωση < (ελληνιστική κοινή) ἐπίπτωσις < αρχαία ελληνική ἐπιπίπτω < ἐπί + πίπτω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική incidence)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίπτωση θηλυκό
- η επίδραση (συνήθως με αρνητική έννοια)
- η αύξηση του τουρισμού έχει θετικές αλλά και αρνητικές επιπτώσεις