επευφημούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επευφημούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος επευφημώ / επευφημούμαι / (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπευφημούμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπευφημῶ
Μετοχή[επεξεργασία]
επευφημούμενος, -η, -ο
- που επευφημείται
- ↪ Ο αυτοκράτορας έμπαινε συνήθως στον Ιππόδρομο επευφημούμενος από τα πλήθη, αλλά στη Στάση του Νίκα...
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επευφημώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επευφημούμενος
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)