επιγενόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιγενόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
επιγενόμενος, -η, -ο
- ο μεταγενέστερος, ο κατοπινός, ο νεότερος
- επιγενόμενη ζημιά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιγενόμενος
|