επικροτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικροτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επικροτώ
Μετοχή[επεξεργασία]
επικροτημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επικροτώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικροτημένος
|