επικροτημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικροτημένος η επικροτημένη το επικροτημένο
      γενική του επικροτημένου της επικροτημένης του επικροτημένου
    αιτιατική τον επικροτημένο την επικροτημένη το επικροτημένο
     κλητική επικροτημένε επικροτημένη επικροτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικροτημένοι οι επικροτημένες τα επικροτημένα
      γενική των επικροτημένων των επικροτημένων των επικροτημένων
    αιτιατική τους επικροτημένους τις επικροτημένες τα επικροτημένα
     κλητική επικροτημένοι επικροτημένες επικροτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικροτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επικροτώ

Μετοχή[επεξεργασία]

επικροτημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επικροτώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]