επιλήψιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιλήψιμος < επιλαμβάνω
Επίθετο[επεξεργασία]
επιλήψιμος, -η, -ο
- αυτός που δίνει δια λόγου, ή έργου, αφορμή για μομφή.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιλήψιμος