επιλυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐λυ‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
επιλυμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιλύω