επιστρεπτέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιστρεπτέος < ελληνιστική κοινή ἐπιστρεπτέον < ἐπίστρεπτος < αρχαία ελληνική ἐπιστρέφω < ἐπί + στρέφω
Επίθετο[επεξεργασία]
επιστρεπτέος
- (λόγιο) που πρέπει να επιστραφεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιστρεπτέος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)