επισφραγιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισφραγιστικός < επισφραγίζω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
επισφραγιστικός
- που έχει σχέση με την επισφράγιση, αναφέρεται ή συντελεί σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις επισφραγίζω και σφραγίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επισφραγιστικός
|