επιτρεπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτρεπτικός < ελληνιστική κοινή ἐπιτρεπτικός < αρχαία ελληνική ἐπιτρέπω
Επίθετο[επεξεργασία]
επιτρεπτικός
- που επιτρέπει
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- επιτρεπτικό δίκαιο: (νομικός όρος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτρεπτικός
|