επουλώσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επουλώσιμος < επουλώνω
Επίθετο[επεξεργασία]
επουλώσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να επουλωθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επουλώσιμος
|