επουλώσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επουλώσιμος η επουλώσιμη το επουλώσιμο
      γενική του επουλώσιμου της επουλώσιμης του επουλώσιμου
    αιτιατική τον επουλώσιμο την επουλώσιμη το επουλώσιμο
     κλητική επουλώσιμε επουλώσιμη επουλώσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επουλώσιμοι οι επουλώσιμες τα επουλώσιμα
      γενική των επουλώσιμων των επουλώσιμων των επουλώσιμων
    αιτιατική τους επουλώσιμους τις επουλώσιμες τα επουλώσιμα
     κλητική επουλώσιμοι επουλώσιμες επουλώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επουλώσιμος < επουλώνω

Επίθετο[επεξεργασία]

επουλώσιμος, -η, -ο


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]