επουράνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επουράνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπουράνιος. Μορφολογικά, επ- + ουράνιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.puˈɾa.ni.os/ δείτε και την προφορά στο επουράνια
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐που‐ρά‐νι‐α
Επίθετο[επεξεργασία]
επουράνιος
- (θρησκεία) ο ευρισκόμενος στον ουρανό
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη επουράνια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)