εργαλειοδοτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εργαλειοδοτήριο | τα | εργαλειοδοτήρια |
γενική | του | εργαλειοδοτήριου & εργαλειοδοτηρίου |
των | εργαλειοδοτήριων & εργαλειοδοτηρίων |
αιτιατική | το | εργαλειοδοτήριο | τα | εργαλειοδοτήρια |
κλητική | εργαλειοδοτήριο | εργαλειοδοτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εργαλειοδοτήριο (νεολογισμός) < εργαλείο + -ο- + δο- (δίδω) + -τήριο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική toolshop
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εργαλειοδοτήριο ουδέτερο
- χώρος (σε εργοστάσιο, επιχείρηση κ.α.) όπου φυλάσσονται και δίνονται για χρήση (ή πωλούνται) διάφορα εργαλεία
- ※ Μετά το πέρας μιας σειράς παραγωγής, πρέπει να καθαριστούν τα εργαλεία και να συντηρηθούν, πριν επιστραφούν στο εργαλειοδοτήριο. (pdf oceanis.lib2)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήριο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)