εργατισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εργατισμός < εργάτης + -ο- + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική travaillisme)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εργατισμός αρσενικό
- (πολιτική) πολιτική θεωρία και πρακτική που υπερεκτιμά τον ρόλο των εργατών / εργαζομένων στο σοσιαλιστικό κίνημα και ευρύτερα στην κοινωνία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργατισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)