ερεισίχειρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερεισίχειρο τα ερεισίχειρα
      γενική του ερεισίχειρου των ερεισίχειρων
    αιτιατική το ερεισίχειρο τα ερεισίχειρα
     κλητική ερεισίχειρο ερεισίχειρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερεισίχειρο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐρεισίχειρον, με κατάληξη -ο της δημοτικής (κατά το ἐρεισίνωτον) < ελληνιστική κοινή ἒρεισις (στήριξη, υποστήριξη, από αρχαία ελληνική ἐρίδω: στηρίζω πάνω σε κάτι, ακουμπώ) + χείρ. Ενδεχομένως μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική armrest• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ερεισίχειρο ουδέτερο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η χρήση της λέξης περιορίζεται σε ορισμένα εξειδικευμένα, επιστημονικά κείμενα, ιδίως σε αυτά με θέμα τη γλυπτική στην αρχαιότητα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]