ερεισίχειρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερεισίχειρο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐρεισίχειρον, με κατάληξη -ο της δημοτικής (κατά το ἐρεισίνωτον) < ελληνιστική κοινή ἒρεισις (στήριξη, υποστήριξη, από αρχαία ελληνική ἐρίδω: στηρίζω πάνω σε κάτι, ακουμπώ) + χείρ. Ενδεχομένως μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική armrest• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερεισίχειρο ουδέτερο
- (σπάνιο, λόγιο) το μπράτσο ενός καθίσματος
- ※ Η θεά αποδίδεται σε κυκλικό διάχωρο, βρίσκεται σε χαλαρή στάση, μισοξαπλωμένη σε ανάκλιντρο, με ερεισίχειρο που φέρει μετάλλιο μέδουσας, ενώ το υπόλοιπο μέρος του καλύπτεται από το πλούσια πτυχωμένο ιμάτιό της (kathimerini.gr (12 Απριλίου 2019)· πρόσβαση: 2022-07-2022)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η χρήση της λέξης περιορίζεται σε ορισμένα εξειδικευμένα, επιστημονικά κείμενα, ιδίως σε αυτά με θέμα τη γλυπτική στην αρχαιότητα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε και τη λέξη μπράτσο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)