ερειστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερειστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐρειστικός < ἐρείδω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρει‐στι‐κός
- ομόηχο: εριστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ερειστικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη έρεισμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερειστικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)