εταιριστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἑταιριστής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εταιριστής οι εταιριστές
      γενική του εταιριστή των εταιριστών
    αιτιατική τον εταιριστή τους εταιριστές
     κλητική εταιριστή εταιριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εταιριστής < ελληνιστική κοινή ἑταιριστής• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.te.ɾiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ται‐ρι‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εταιριστής αρσενικό

  1. το μέλος μιας εταιρίας
  2. (ιστορία, ειδικότερα) το μέλος της Φιλικής Εταιρείας
    ※  Στον «Γενικόν Οργανισμόν της Πελοποννήσου», που πρότεινε στα Βέρβενα ο εταιριστής Δημήτριος Υψηλάντης, γίνεται συχνή χρήση του όρου «λαός»· οι αγωνιζόμενοι αποκαλούνται συλλογικά «πατριώται», παραπέμποντας προφανώς στον επαναστατικό αυτοπροσδιορισμό που χρησιμοποίησαν οι Γάλλοι το 1789, και στη συνέχεια ο Ρήγας.
    Λουκία Δρούλια, Η θεά Αθηνά, θεότητα και έμβλημα του νέου Ελληνισμού, Εταιρεία σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας, Αθήνα, 2002, σελ. 224

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]