ευκοινώνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευκοινώνητος < αρχαία ελληνική εὐκοινώνητος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευκοινώνητος, -η, -ο
- (λόγιο) ο κοινωνικός, που κάνει εύκολα κοινωνικές σχέσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευκοινωνησία
- → δείτε τις λέξεις ευ, κοινωνία και κοινός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευκοινώνητος
|