εφτασέλιδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εφτασέλιδος, -η, -ο
- που έχει επτά σελίδες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφτασέλιδος
|
εφτασέλιδος, -η, -ο
|