εἰσροή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εισροή

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εἰσροή αἱ εἰσροαί
      γενική τῆς εἰσροῆς τῶν εἰσροῶν
      δοτική τῇ εἰσρο ταῖς εἰσροαῖς
    αιτιατική τὴν εἰσροήν τὰς εἰσροᾱ́ς
     κλητική ! εἰσροή εἰσροαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰσροᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  εἰσροαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εἰσροή < αρχαία ελληνική εἰσρέω < εἰς + ῥέω. Μορφολογικά αναλύεται σε εἰσ- + ῥοή.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εἰσροή θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις εἰς και ῥέω

Πηγές[επεξεργασία]