εὐλάβεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ευλάβεια

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
εὐλᾰβεια-
ονομαστική εὐλάβει αἱ εὐλάβειαι
      γενική τῆς εὐλαβείᾱς τῶν εὐλαβειῶν
      δοτική τῇ εὐλαβεί ταῖς εὐλαβείαις
    αιτιατική τὴν εὐλάβειᾰν τὰς εὐλαβείᾱς
     κλητική ! εὐλάβει εὐλάβειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐλαβεί
γεν-δοτ τοῖν  εὐλαβείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐλάβεια < εὐλαβ(ής), εὐλαβεσ- + -εια < εὐ- (εὖ) + λαβ- (όπως στο λαμβάνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εὐλάβεια θηλυκό (λᾰ)

  1. προσοχή
  2. ευλάβεια
  3. αποφυγή
  4. υπερβολική προσοχή, δειλία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]