εὐρώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐρώς οἱ εὐρῶτες
      γενική τοῦ εὐρῶτος τῶν εὐρώτων
      δοτική τῷ εὐρῶτ τοῖς εὐρῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν εὐρῶτ τοὺς εὐρῶτᾰς
     κλητική ! εὐρώς εὐρῶτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐρῶτε
γεν-δοτ τοῖν  εὐρώτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἱδρώς' όπως «ἱδρώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐρώς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εὐρώς αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) ευρώς, μούχλα
  2. (μεταφορικά) σήψη, διαφθορά

Πηγές[επεξεργασία]