ζαβλακωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαβλακωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου ζαβλακώνω < συμφυρμός των ζαβωμένος και (απο)βλακωμένος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /za.vla.koˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
ζαβλακωμένος, -η, -ο
- που έχει ζαβλακωθεί, που έχει χαζέψει
- (μεταφορικά) ζαλισμένος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ζαβλακώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας