ηλεκτρόφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτρόφωνο ουδέτερο
- (παρωχημένο) ηλεκτρική συσκευή αναπαραγωγής ήχου από δίσκους βινυλίου όπως το πικάπ, το τζουκ μποξ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρόφωνο
|