ημίγλυκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ημίγλυκος, -η, -ο
- κάπως γλυκός (για κρασί ή για γλύκισμα που περιέχει και λίγο αλάτι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημίγλυκος
|