ημιαποθετικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημιαποθετικό τα ημιαποθετικά
      γενική του ημιαποθετικού των ημιαποθετικών
    αιτιατική το ημιαποθετικό τα ημιαποθετικά
     κλητική ημιαποθετικό ημιαποθετικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιαποθετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ημιαποθετικός. Δείτε verba (ρήματα) semideponentia (ημιαποθετικά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.mi.a.po.θe.tiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐μι‐α‐πο‐θε‐τι‐κό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ημιαποθετικό ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ημιαποθετικό