ημιεπεξεργασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιεπεξεργασμένος < ημι- + επεξεργασμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
ημιεπεξεργασμένος
- που τον έχουν επεξεργαστεί κατά το ήμισυ ή ως έναν βαθμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ήμισυς, επεξεργάζομαι, εργάζομαι και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιεπεξεργασμένος
|