ηρωινομανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηρωινομανής | η | ηρωινομανής | το | ηρωινομανές |
γενική | του | ηρωινομανούς* | της | ηρωινομανούς | του | ηρωινομανούς |
αιτιατική | τον | ηρωινομανή | την | ηρωινομανή | το | ηρωινομανές |
κλητική | ηρωινομανή(ς) | ηρωινομανής | ηρωινομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηρωινομανείς | οι | ηρωινομανείς | τα | ηρωινομανή |
γενική | των | ηρωινομανών | των | ηρωινομανών | των | ηρωινομανών |
αιτιατική | τους | ηρωινομανείς | τις | ηρωινομανείς | τα | ηρωινομανή |
κλητική | ηρωινομανείς | ηρωινομανείς | ηρωινομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ηρωινομανής -ής -ές