θειοαναγωγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θειοαναγωγικός η θειοαναγωγική το θειοαναγωγικό
      γενική του θειοαναγωγικού της θειοαναγωγικής του θειοαναγωγικού
    αιτιατική τον θειοαναγωγικό τη θειοαναγωγική το θειοαναγωγικό
     κλητική θειοαναγωγικέ θειοαναγωγική θειοαναγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θειοαναγωγικοί οι θειοαναγωγικές τα θειοαναγωγικά
      γενική των θειοαναγωγικών των θειοαναγωγικών των θειοαναγωγικών
    αιτιατική τους θειοαναγωγικούς τις θειοαναγωγικές τα θειοαναγωγικά
     κλητική θειοαναγωγικοί θειοαναγωγικές θειοαναγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θειοαναγωγικός < θείο + -ο- + αναγωγικός

Επίθετο[επεξεργασία]

θειοαναγωγικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]