θερμοηλεκτρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοηλεκτρικός η θερμοηλεκτρική το θερμοηλεκτρικό
      γενική του θερμοηλεκτρικού της θερμοηλεκτρικής του θερμοηλεκτρικού
    αιτιατική τον θερμοηλεκτρικό τη θερμοηλεκτρική το θερμοηλεκτρικό
     κλητική θερμοηλεκτρικέ θερμοηλεκτρική θερμοηλεκτρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοηλεκτρικοί οι θερμοηλεκτρικές τα θερμοηλεκτρικά
      γενική των θερμοηλεκτρικών των θερμοηλεκτρικών των θερμοηλεκτρικών
    αιτιατική τους θερμοηλεκτρικούς τις θερμοηλεκτρικές τα θερμοηλεκτρικά
     κλητική θερμοηλεκτρικοί θερμοηλεκτρικές θερμοηλεκτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμοηλεκτρικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

θερμοηλεκτρικός

  1. που αναφέρεται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από θερμική, πχ μέσω καύσης λίγνίτη
    θερμοηλεκτρικός σταθμός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]