θερμοστάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θερμοστάτης οι θερμοστάτες
      γενική του θερμοστάτη των θερμοστατών
    αιτιατική τον θερμοστάτη τους θερμοστάτες
     κλητική θερμοστάτη θερμοστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμοστάτης < θερμο- + -στάτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θeɾ.moˈsta.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μο‐στά‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θερμοστάτης αρσενικό

  • συσκευή που ελέγχει τη θερμοκρασία ενός συστήματος και, όταν αυτή φτάσει ή ξεπεράσει ένα ορισμένο κατώτατο ή ανώτατο όριο, θέτει σε λειτουργία ή σταματά έναν μηχανισμό
    είχα βάλει το θερμοστάτη του καλοριφέρ στους 18 βαθμούς αλλά είχε χαλάσει και δεν άναβε με τίποτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]