θερμοχρωματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοχρωματικός η θερμοχρωματική το θερμοχρωματικό
      γενική του θερμοχρωματικού της θερμοχρωματικής του θερμοχρωματικού
    αιτιατική τον θερμοχρωματικό τη θερμοχρωματική το θερμοχρωματικό
     κλητική θερμοχρωματικέ θερμοχρωματική θερμοχρωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοχρωματικοί οι θερμοχρωματικές τα θερμοχρωματικά
      γενική των θερμοχρωματικών των θερμοχρωματικών των θερμοχρωματικών
    αιτιατική τους θερμοχρωματικούς τις θερμοχρωματικές τα θερμοχρωματικά
     κλητική θερμοχρωματικοί θερμοχρωματικές θερμοχρωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές


Ετυμολογία el[επεξεργασία]

θερμοχρωματικός < αγγλικά: thermochromatic < θερμο- + χρωματικός

Επίθετο[επεξεργασία]

θερμοχρωματικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. βαφή που αλλάζει χρώμα με θερμοκρασιακές μεταβολές, συνήθως με την θερμότητα
  2. συνιστάμενος-αποτελούμενος γραφικά από πολλά θερμά χρώματα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]