θιβετιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θιβετιανός
- που έχει σχέση με το Θιβέτ ή τους Θιβετιανούς ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θιβετιανός
|