θνησιγέννητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θνησιγέννητος η θνησιγέννητη το θνησιγέννητο
      γενική του θνησιγέννητου της θνησιγέννητης του θνησιγέννητου
    αιτιατική τον θνησιγέννητο τη θνησιγέννητη το θνησιγέννητο
     κλητική θνησιγέννητε θνησιγέννητη θνησιγέννητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θνησιγέννητοι οι θνησιγέννητες τα θνησιγέννητα
      γενική των θνησιγέννητων των θνησιγέννητων των θνησιγέννητων
    αιτιατική τους θνησιγέννητους τις θνησιγέννητες τα θνησιγέννητα
     κλητική θνησιγέννητοι θνησιγέννητες θνησιγέννητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θνησιγέννητος < θνησι- + -γέννητος

Επίθετο[επεξεργασία]

θνησιγέννητος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]