ιατροσύνεδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιατροσύνεδρος | οι | ιατροσύνεδροι |
γενική | του | ιατροσύνεδρου & ιατροσυνέδρου |
των | ιατροσύνεδρων & ιατροσυνέδρων |
αιτιατική | τον | ιατροσύνεδρο | τους | ιατροσύνεδρους & ιατροσυνέδρους |
κλητική | ιατροσύνεδρε | ιατροσύνεδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιατροσύνεδρος < ιατροσυνέδρ(ιο) + -ος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.a.tɾoˈsi.ne.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐α‐τρο‐σύ‐νε‐δρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιατροσύνεδρος αρσενικό
- (παρωχημένο) ιατρός μέλος του ιατροσυνεδρίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιατροσύνεδρος
|