ιδεοληπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ðe.o.li.ptiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδεοληπτικός, -ή, -ό
- (ψυχιατρική) που πάσχει από ιδεοληψία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδεοληπτικός αρσενικό
- (ψυχιατρική) αυτός που πάσχει από ιδεοληψία