ιδιωτικοοικονομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιωτικοοικονομικός < ιδιωτικ(ός) + -ο- + οικονομικός (< οικονομ(ία) + -ικός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ði.o.ti.ko.i.ko.no.miˈkos/ & /i.ði̯o.ti.ko.i.ko.no.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δι‐ω‐τι‐κο‐οι‐κο‐νο‐μι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδιωτικοοικονομικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιωτικοοικονομικός
|