ικετευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ικετευτικός < (ελληνιστική κοινή) ἱκετευτικός < αρχαία ελληνική ἱκετεύω < ἱκέτης < ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι
Επίθετο[επεξεργασία]
ικετευτικός, -ή, -ό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ικετευτικά
- → δείτε τις λέξεις ικεσία και άφιξη