ικτερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ικτερικός < ίκτερος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.kte.ɾiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.kte.ɾiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.kte.ɾiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
ικτερικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον ίκτερο
- ικτερικός ορός
- οξεία ικτερική ηπατίτιδα Β
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ικτερικός
- ο ασθενής που πάσχει από ίκτερο