ινολυτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ινολυτικός η ινολυτική το ινολυτικό
      γενική του ινολυτικού της ινολυτικής του ινολυτικού
    αιτιατική τον ινολυτικό την ινολυτική το ινολυτικό
     κλητική ινολυτικέ ινολυτική ινολυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ινολυτικοί οι ινολυτικές τα ινολυτικά
      γενική των ινολυτικών των ινολυτικών των ινολυτικών
    αιτιατική τους ινολυτικούς τις ινολυτικές τα ινολυτικά
     κλητική ινολυτικοί ινολυτικές ινολυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ινολυτικός < ινωδολυτικός < ινωδόλυση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fibrinolytic)

Επίθετο[επεξεργασία]

ινολυτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]