καθαιρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.θe.ɾeˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θαι‐ρε‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
καθαιρεμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καθαιρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθαιρεμένος
|