καθαρογραμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθαρογραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθαρογραφώ
Μετοχή[επεξεργασία]
καθαρογραμμένος, -η, -ο
- που είναι γραμμένος με ευανάγνωστα γράμματα
- που έχει αντιγραφεί από ένα πρόχειρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθαρογραμμένος
|