καθαρολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθαρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) (παρωχημένο) που χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καθαρολογία
- καθαρολογικός
- καθαρολογώ
- → δείτε τις λέξεις καθαρός και λόγος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθαρολόγος
|