καθοίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καθοίκι | τα | καθοίκια |
γενική | του | καθοικιού | των | καθοικιών |
αιτιατική | το | καθοίκι | τα | καθοίκια |
κλητική | καθοίκι | καθοίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθοίκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καθοίκι(ν) < κάθοικον (οικιακό σκεύος) < συναρπαγή φράσης 'κατ' οἶκον' με δάσυνση [t > θ] χωρίς να υπάρχει δασεία στο 'οἶκος'. Ίσως από το καθημερινός[1], ή από το καθίζω[2]. Γι' αυτό, οι γραφές καθήκι, καθίκι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθοίκι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ουροδοχείο, δοχείο για να ουρεί κάποιος, δοχείο νυκτός
- (υβριστικό) άνθρωπος κακόβουλος και δόλιος, χωρίς αρχές
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- καθοικάκι (υποκοριστικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δόλιος, κακόβουλος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καθοίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)