καλαθοσφαιρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλαθοσφαιρικός < καλαθοσφαίρ(ιση) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.la.θo.sfe.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐θο‐σφαι‐ρι‐κός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλαθοσφαιρικός θηλυκό
- (αθλητισμός, επίσημο) που σχετίζεται με το μπάσκετ (καλαθοσφαίριση)
- ≈ συνώνυμα: μπασκετικός (ανεπίσημο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλαθοσφαιρικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)