καλογερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καλογερικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε έναν καλόγερο ή ανήκει σε αυτόν ή τον χαρακτηρίζει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καλογερικά
- → δείτε τις λέξεις καλόγερος, καλός και γέρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλογερικός
|