καπλαντισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καπλαντισμένος η καπλαντισμένη το καπλαντισμένο
      γενική του καπλαντισμένου της καπλαντισμένης του καπλαντισμένου
    αιτιατική τον καπλαντισμένο την καπλαντισμένη το καπλαντισμένο
     κλητική καπλαντισμένε καπλαντισμένη καπλαντισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καπλαντισμένοι οι καπλαντισμένες τα καπλαντισμένα
      γενική των καπλαντισμένων των καπλαντισμένων των καπλαντισμένων
    αιτιατική τους καπλαντισμένους τις καπλαντισμένες τα καπλαντισμένα
     κλητική καπλαντισμένοι καπλαντισμένες καπλαντισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.pla.diˈzme.nos/ & /ka.plan.diˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐πλα‐ντι‐σμέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

καπλαντισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]