καραβομαραγκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καραβομαραγκός οι καραβομαραγκοί
      γενική του καραβομαραγκού των καραβομαραγκών
    αιτιατική τον καραβομαραγκό τους καραβομαραγκούς
     κλητική καραβομαραγκέ καραβομαραγκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καραβομαραγκός < καράβ(ι) + -ο- + μαραγκός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ɾa.vo.ma.ɾaŋˈɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρα‐βο‐μα‐ρα‐γκός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καραβομαραγκός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]