καρστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καρστικός
- (γεωλογία) που έχει σχέση ή αναφέρεται σε διάβρωση και αποσάθρωση πετρωμάτων από νερό
- Καρστικοί σχηματισμοί είναι τα σπήλαια με σταλακτίτες και σταλαγμίτες.