κασκορσεδάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κασκορσεδάκι τα κασκορσεδάκια
      γενική
    αιτιατική το κασκορσεδάκι τα κασκορσεδάκια
     κλητική κασκορσεδάκι κασκορσεδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κασκορσεδάκι < κασκορσές + υποκοριστικό επίθημα -άκι < γαλλική cache-corset («αυτό που κρύβει, φοριέται πάνω από τον κορσέ»)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κασκορσεδάκι ουδέτερο